- χαλκοπράσινος
- -η, -οαυτός που έχει το πράσινο χρώμα του οξειδωμένου χαλκού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαλκοπράσινος — η, ο, Ν αυτός που έχει το πράσινο χρώμα τού οξειδωμένου χαλκού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πράσινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1828 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek